- κιοτεύω
- 1. αμετ. трусить; робеть;2. μετ. пугать, запугивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κιοτεύω — [κιοτής] 1. δειλιάζω 2. κάνω κάποιον να δειλιάσει τρομάζοντάς τον … Dictionary of Greek
κιοτεύω — κιότεψα (λ. τουρκ.) 1. δειλιάζω, είμαι δειλός: Κιότεψε ο εχθρός στο κρίσιμο σημείο της μάχης κι έφυγε. 2. κάνω κάποιον να φοβηθεί: Μην το κιοτεύεις το παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκιοτεύω — [γιοτής] κιοτεύω, δειλιάζω … Dictionary of Greek